συμπροσπίπτω

From LSJ
Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροσπίπτω Medium diacritics: συμπροσπίπτω Low diacritics: συμπροσπίπτω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symprospíptō Transliteration B: symprospiptō Transliteration C: symprospipto Beta Code: sumprospi/ptw

English (LSJ)

A happen at the same time, Gal.1.124, Theon ap.eund.6.210. 2 occur to one at the same time, τινι M.Ant.7.22.

German (Pape)

[Seite 990] (s. πίπτω), mit, zugleich zu- od. anfallen, in den Sinn kommen, M. Ant. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροσπίπτω: συμβαίνω, συμπίπτω συγχρόνως, Γαλην. 2. 306. ΙΙ. ἐπέρχομαι εἰς τὸν νοῦν, τινι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 22.

Greek Monolingual

Α προσπίπτω
1. συμβαίνω ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. έρχομαι στον νου ταυτόχρονα με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

Α προσπίπτω
1. συμβαίνω ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. έρχομαι στον νου ταυτόχρονα με κάτι άλλο.