συναναμιμνήσκω

From LSJ
Revision as of 10:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναμιμνήσκω Medium diacritics: συναναμιμνήσκω Low diacritics: συναναμιμνήσκω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΜΙΜΝΗΣΚΩ
Transliteration A: synanamimnḗskō Transliteration B: synanamimnēskō Transliteration C: synanamimnisko Beta Code: sunanamimnh/skw

English (LSJ)

A remind together, τινων of things, Plu.2.397e; bring to mind together with, σ. αὐτοῖς καὶ τὰ λοιπά Gal.15.510:—Pass., recall together with, ὑμῖν Pl.Lg.897e.

German (Pape)

[Seite 1000] (s. μιμνήσκω), mit oder zugleich erinnern, Plut. Pyth. orac. 8, pass. sich zugleich erinnern, ἣν συναναμνησ θεὶς ὑμῖν ἐγὼ κοινῇ τὴν ἀπόκρισιν ποιήσομαι Plat. Legg. X, 897 e.

Greek (Liddell-Scott)

συναναμιμνήσκω: ἀναμιμνήσκω ὁμοῦ, τινος, περί τινος πράγματος, Πλούτ. 2. 397Ε. ― Παθ., ἐνθυμοῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Νόμ. 897Ε.

Greek Monolingual

Α
1. υπενθυμίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλον
2. υπενθυμίζω επίσης κάτι.

Greek Monolingual

Α
1. υπενθυμίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλον
2. υπενθυμίζω επίσης κάτι.