συνδιανοέομαι

From LSJ
Revision as of 10:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιανοέομαι Medium diacritics: συνδιανοέομαι Low diacritics: συνδιανοέομαι Capitals: ΣΥΝΔΙΑΝΟΕΟΜΑΙ
Transliteration A: syndianoéomai Transliteration B: syndianoeomai Transliteration C: syndianoeomai Beta Code: sundianoe/omai

English (LSJ)

A deliberate along with, τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν . . Id.31.12.7.

German (Pape)

[Seite 1007] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιανοέομαι: ἀποθετ., διασκοποῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι περί τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.

French (Bailly abrégé)

-οοῦμαι;
délibérer avec.
Étymologie: σύν, διανοέομαι.

Greek Monotonic

συνδιανοέομαι: αποθ., συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι από κοινού με, τινι, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιανοέομαι: вместе обдумывать, совещаться (τινι περί τινος Polyb.).

Middle Liddell


Dep. to deliberate with, τινι Polyb.