σφαλίζω
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
A fetter (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. ἐσφάλιξεν, Phot. s.v. ἐσφάλιζεν. σφάλλον· κολάκευσον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰλίζω: δένω, δεσμεύω, «ἐσφάλιξεν· ἔσφηλεν. ἔδησε· σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμὸς» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φώτ. ἐν λ. ἐσφάλιζεν. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, κλείω, ἀνοίγει καὶ σφαλίζει τὸ στόμα αὐτοῦ συχνὰ διὰ τὴν στενοχωρίαν ἣν ἔχει Ὀρνεοσόφ. σ. 250· σφαλισθῆναι τὰ δημόσια λουτρὰ Θεοφάν. σ. 107.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σφαλός
νεοελλ.
κλείνω μέσα, περιορίζω
νεοελλ.-μσν.
1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.)
2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῑνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
δένω, δεσμεύω («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός», Ησύχ.).