τρυφερόβιος
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ον, A living delicately, luxurious, Φαίακες Phld.Hom. p.23O., cf. AB322, Procl.Par.Ptol.232.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον τρυφερόν, ὁ βιῶν τρυφηλῶς, πολυτελής, πολυδάπανος, Α. Β. 322, 18, ἐν λέξ. ἁβροδίαιτος, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 232, Ἡσύχ. ἐν λ. ἁβρὰ βαίνων.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ζει με τρυφηλό τρόπο, που ζει άνετη και πολυτελή ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -βιος (< βίος), πρβλ. σκληρό-βιος].