τραπεζοκόμος

From LSJ
Revision as of 13:18, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοκόμος Medium diacritics: τραπεζοκόμος Low diacritics: τραπεζοκόμος Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: trapezokómos Transliteration B: trapezokomos Transliteration C: trapezokomos Beta Code: trapezoko/mos

English (LSJ)

ὁ, A one who sets out a table or who waits at table, Longin.43.4, Plu.2.616a, D.L.9.80, etc.; = Lat. structor, Juba 84.

German (Pape)

[Seite 1134] den Tisch besorgend, deckend, bei Tische aufwartend; Diog. L. 9, 80; Plut. Symp. 1, 2, 2; Ath. IV, 170 d.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοκόμος: ὁ, ὁ στρώνων τὴν τράπεζαν ἢ ὑπηρετῶν παρὰ τὴν τράπεζαν, κοινῶς «τραπεζιέρης», Θεόπομπ. παρὰ Λογγίνῳ 43. 4, Διογ. Λ. 9. 80, Πλούτ. 2. 616Α, κλπ., πρβλ. Ἀθήν. 710Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de l’entretien de la table.
Étymologie: τράπεζα, κομέω.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν
αυτός που φροντίζει για την εξυπηρέτηση τών συνδαιτυμόνων στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο-κόμος].

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζοκόμος: ὁ прислуживающий за столом, подавальщик, кравчий Plut., Diog. L.