φευκταῖος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
α, ον, A = ἀποτρόπαιος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1267] = ἀποτρόπαιος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φευκταῖος: -α, -ον, (φεύγω) = ἀποτρόπαιος, Ἡσύχ., ταῦτα εἴδη κακορέκτου καί... φευκταίου ἀδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27, κλπ.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αποτρόπαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φευκτός + κατάλ. -αῖος].