φευκταῖος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
α, ον, = ἀποτρόπαιος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1267] = ἀποτρόπαιος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φευκταῖος: -α, -ον, (φεύγω) = ἀποτρόπαιος, Ἡσύχ., ταῦτα εἴδη κακορέκτου καί... φευκταίου ἀδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27, κλπ.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αποτρόπαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φευκτός + κατάλ. -αῖος].