φαντός

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαντός Medium diacritics: φαντός Low diacritics: φαντός Capitals: ΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: phantós Transliteration B: phantos Transliteration C: fantos Beta Code: fanto/s

English (LSJ)

ή, όν, (φαίνομαι) A visible, Orph.Fr.75.

Greek (Liddell-Scott)

φαντός: -ή, -όν, (φαίνομαι) ὁρατός, Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ γλῶσσα φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
αυτός που φαίνεται, ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- του φαίνω + κατάλ. -τός].
(II)
ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να λεχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φα(ν)- του φημί (πρβλ. φάσις)].
(III)
-ή, -ό, Ν
βλ. υφαντός.

Russian (Dvoretsky)

φαντός: adj. verb. к φαίνω.