χειράμαξα
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
[ᾰμ], ἡ, A bath-chair, Herod.Med. ap. Orib.6.25.2, Paul.Aeg.3.18.
German (Pape)
[Seite 1344] ἡ, Handwagen, Antyll. Oribas.
Greek (Liddell-Scott)
χειράμαξα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μικρὸν ἁμάξιον διὰ τῶν χειρῶν ὠθούμενον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 117.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
μικρό φορτηγό καρότσι που κινείται με τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἅμαξα.