χειρίσοφος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
A f.l. for χειρόσοφος.
German (Pape)
[Seite 1345] = χειρόσοφος, Luc. rhet. praec. 17 u. salt. 69 jetzt χειρόσ.
Greek (Liddell-Scott)
χειρίσοφος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ χειρόσοφος.