χεζητιάω
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
Desiderat. of χέζω, A want to ease oneself, Ar.Nu.1387, Ra.8, al.
German (Pape)
[Seite 1341] wie χεσείω, desid. von χέζω, scheißern, Drang zum Stuhlgang haben, Ar. Nubb. 1369 Av. 700 Ran. 8 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
χεζητιάω: ἐφετικὸν τοῦ χέζω, αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς κένωσιν τῶν περιττωμάτων σὺ δ’ ἐμὲ νῦν ἀπάγχων βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης ἔξω ἐξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’ ἀλλὰ πνιγόμενος αὐτοῦ ’ποίησα κακκᾶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1387, Βάτρ. 8. κ. ἀλλ.· πρβλ. χεσείω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
avoir envie d’aller à la selle, de chier.
Étymologie: χέζω.
Greek Monotonic
χεζητιάω: εφετικό του χέζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χεζητιάω: Arph. desiderat. к χέζω.