ἀνάπειρα

From LSJ
Revision as of 17:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπειρα Medium diacritics: ἀνάπειρα Low diacritics: ανάπειρα Capitals: ΑΝΑΠΕΙΡΑ
Transliteration A: anápeira Transliteration B: anapeira Transliteration C: anapeira Beta Code: a)na/peira

English (LSJ)

ἡ, A trial, proof, πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1. II in pl., exercises, -ρας ποιῶν τοῖς πληρώμασι Plb.1.59.12. III ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, Probe, πλοίων, Pol. 26, 7; Uebung, καὶ μελέται, 10, 20; ἀναπείρας ποιεῖσθαι, exereiren, neben γυμνάζειν τοὺς στρατιώτας, Diod. S. 18, 38 u. öfter; ἄμπειρα, Strab. IX, 3, 421.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπειρα: ἡ, τὸ λαμβάνειν πεῖράν τινος, δοκιμάζειν, τὴν ἀνάπειραν τῶν πλοίων Πολύβ. 26. 7. 8· ἐν τῷ μικρῷ λιμένι τὰς ἀναπείρας ἐποιοῦντο Διόδ. 13. 8. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἀσκήσεις στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 20, 6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): tb. ἀμπ- Str.9.3.10
I 1prueba πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1.
2 en plu. maniobras navales Plb.1.59.12, 5.2.4, 10.20.6.
II mús. preludio Plu.2.1143c
pero la parte que va después del preludio Str.l.c., cf. ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός Hsch.

Greek Monolingual

ἀνάπειρα, η (Α)
1. δοκιμή, πρόβα
2. στον πληθ. aἱ ἀνάπηραι
ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια
3. κατά τον Ησύχιο, «ρυθμός αυλητικός»
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπειρῶμαι, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. διάπειρα < διαπειρῶμαι)].

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπειρα:
1) испытание, испробование (πλοίων Polyb.);
2) pl. военные упражнения (ἀνάπειραι καὶ εἰρεσίαι Polyb.; ἀναπείρας ποιεῖσθαι Diod.).