ἀνέλκωσις
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
εως, ἡA , ἀνελκόομαι' suppuration, Cass.Pr.9.
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, die Vereiterung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλκωσις: ἡ, (ἀνελκύω) ἡ εἰς ἕλκος μεταβολή, Κασσίου Προβλ. 9.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ supuración Cass.Pr.9.