ἀνέμπληστος

From LSJ
Revision as of 17:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμπληστος Medium diacritics: ἀνέμπληστος Low diacritics: ανέμπληστος Capitals: ΑΝΕΜΠΛΗΣΤΟΣ
Transliteration A: anémplēstos Transliteration B: anemplēstos Transliteration C: anemplistos Beta Code: a)ne/mplhstos

English (LSJ)

ον, A of which one cannot have one's fill, θέαμα v.l. in Them.Or.2.40b.

German (Pape)

[Seite 223] θέαμα Themist., ein Anblick, an dem man sich nicht satt sehen kann, l. d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέμπληστος, -ον) εμπίμπλημι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος
2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι
αρχ.
φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» — θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς.