ἀνακτίζω

Revision as of 18:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A rebuild, Str.9.2.5, D.Chr.2.79: fut. ἀνακτίσσω, prob. l. for ἀνακτήσουσι in App.Anth.6.75:—Pass., CIG8646 (vi A. D.), al.

German (Pape)

[Seite 194] wieder aufbauen, von neuem bauen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, Στράβ. 403: - Παθ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8646 καὶ ἀλλ.

Spanish (DGE)

1 reconstruir πόλιν Str.9.2.5, τὴν πατρίδα D.Chr.2.79, τὰς (πόλεις) δὲ κατεστραμμένας ἀνακτίζων I.BI 1.165, τὸ τεῦχος (por τεῖχος) SB 7439.7 (VI a.C.)
en v. pas. ἀνεκτισμένην μοι οἰκίαν PTeb.1096.7 (II a.C.), ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος IPh.216 (VI a.C.).
2 fig. recrear, rehacer en lit. crist. el cuerpo tras la resurrección ἀνακτισθέντι ... τῷ σώματι Ast.Am.Hom.1.5.5, el alma, Clem.Al.Strom.7.16.93, ἀνακτίσασθε ἑαυτοὺς ἐν πίστει Ign.Tr.8.1.

Greek Monolingual

ἀνακτίζω)
1. χτίζω εκ νέου, ξαναχτίζω
2. αναδημιουργώ, επαναφέρω στη ζωή, αναγεννώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κτίζω.
ΠΑΡ. ἀνάκτισις (-η)
μσν.
ἀνακτιστής].