ἀναπλήρωμα

From LSJ
Revision as of 18:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλήρωμα Medium diacritics: ἀναπλήρωμα Low diacritics: αναπλήρωμα Capitals: ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: anaplḗrōma Transliteration B: anaplērōma Transliteration C: anapliroma Beta Code: a)naplh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, A filling, Id.Mir.833b4; ἐρημίας Phalar.Ep.98; λόγων Ph.2.166.

German (Pape)

[Seite 202] τό, die Ausfüllung, Ergänzung, Supplement, Sp; Flicken, Phot. 493. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλήρωμα: -ατος, τό, συμπλήρωμα, Ἀριστ. π. Θαυμ. 44.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
relleno, suplemento ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις τῆς γῆς πάλιν ἀναπληρώματα γίγνεσθαι Arist.Mir.833b4
c. gen. ἐρημίας Phalar.Ep.98, λόγων Ph.2.166.

Greek Monolingual

το (Α ἀναπλήρωμα)
η αναπλήρωση
νεοελλ.
αυτό που χρησιμεύει για αναπλήρωση άλλου πράγματος, που παρουσιάζει έλλειψη και είναι φθηνότερο από αυτό.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπλήρωμα: ατος τό восполнение, заполнение (τῆς γῆς ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις Arst.).