ἀνθρακίτης

From LSJ
Revision as of 18:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκίτης Medium diacritics: ἀνθρακίτης Low diacritics: ανθρακίτης Capitals: ΑΝΘΡΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: anthrakítēs Transliteration B: anthrakitēs Transliteration C: anthrakitis Beta Code: a)nqraki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, name of a A gem, Plin.HN36.148. II fem. ἀνθρᾰκ-ῖτις, ιδος, a kind of coal, ib.37.99.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνθρακίτης, ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 36. 38. ΙΙ. θηλ. -ῖτις, ιδος, εἶδος ἄνθρακος (πρὸς καῦσιν) ὁ αὐτ. 37. 27.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mineral compuesto de magnetita y limonita Plin.HN 36.148.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρακίτης)
νεοελλ.
1. ορυκτός άνθρακας καλής ποιότητας
(καίγεται χωρίς πολύ καπνό και θερμαίνει πολύ)
2. ο θερμαστής του πλοίου
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.