ἀνόπιν
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
Adv. A backwards, Hsch.; farther back, in a book. etc., Eust.1031.46.
German (Pape)
[Seite 241] rückwärts, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόπιν: ἐπίρρ., πρὸς τὰ ὀπίσω (πρβλ. κατόπιν) «εἰς τοὐπίσω» Ἡσύχ., ὀπίσω ἐν τοῖς προηγηθεῖσιν, ἐν βιβλίῳ κτλ. «ἐν τῇ ἀνόπιν ἐκτεθείσῃ παραβολῇ» Εὐστ. 1031. 46· «ὡς καὶ ἀνόπιν ἔφαμεν» Διον. Περιηγ. σ. 71. 25.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνόπι IP 614
adv.
1 hacia atrás fig. Γαλάται πρὸς τὰς τοῦ νόμου σκιὰς ἀ. ἰόντες Cyr.Al.M.69.849C.
2 anteriormente ἐν τῇ ἀ. ἐκτεθείσῃ κατὰ τὸν νεβρὸν παραβολῇ Eust.1031.46.
Greek Monolingual
ἀνόπιν επίρρ. (AM)
1. προς τα πίσω
2. (για βιβλία, κείμενα κ.λπ.) πιο πριν, προηγουμένως.