ἀπαγορευτικός
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ή, όν, A prohibitory, Plu.2.1037f; τινός Corn.ND 16; of particles, A.D.Conj.229.16. Adv. -κῶς Aristeas131; gloss on ἀπηλεγέως, Sch.Il.1.309.
German (Pape)
[Seite 273] verbieterisch, verbietend, Plut. de stoic. repugn. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰγορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπαγορεύων, ἐμποδίζων, μὴ ἐπιτρέπων, Πλούτ. 2. 1037F. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὅμ. πρὸς ἐξήγησιν τοῦ ἀπηλεγέως· ― ἐν τῆ γραμμ. «ἀπαγορευτικὰ ἐπιρρήματα» Α. Β. σ. 947. 27, «τὸ ἐστὶ... βαρύνεται καὶ μετὰ τοῦ μὴ ἀπαγορευτικοῦ» Ἐτυμ. 301. 4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que prohibe (νόμος) ἀπαγορευτικὸς δὲ ὧν οὐ ποιητέον Chrysipp.Stoic.3.77, λόγος Plu.2.1037f, cf. Ph.1.561, Corn.ND 16.
2 gram. negativo de las partíc., A.D.Coni.229.16.
II adv. -ῶς de forma negativa Aristeas 131, glosa a ἀπηλεγέως Sch.Il.9.309.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀπαγορευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ενέχει απαγόρευση, παρεμποδιστικός
(Γραμμ.). «απαγορευτικά μόρια» — άκλιτα μέρη του λόγου με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία του ομιλούντος είτε ως παράκληση είτε ως προσταγή να μη γίνει κάτι. Κύριο απαγορευτικό μόριο είναι το μη.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαγορευτικός: запретительный, воспрещающий (λόγος Plut.).