ἀρρενοπρεπής

From LSJ
Revision as of 22:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοπρεπής Medium diacritics: ἀρρενοπρεπής Low diacritics: αρρενοπρεπής Capitals: ΑΡΡΕΝΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: arrenoprepḗs Transliteration B: arrenoprepēs Transliteration C: arrenoprepis Beta Code: a)rrenopreph/s

English (LSJ)

ές, A befitting men, manly, Aristid.Quint.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοπρεπής: -ές, ὁ πρέπων εἰς ἄρρενας, ἀνδρικός, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. περὶ Μουσικ. σ. 92.

Spanish (DGE)

-ές
apropiado a los varones, viril de algunas melodías, Aristid.Quint.78.5.

Greek Monolingual

ἀρρενοπρεπής, -ές (Α)
ο ανδροπρεπής, αυτός που ταιριάζει σε άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, θηλυπρεπής κ.ά.)].