ἀσκάλευτος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A unhoed, Sch.Theoc.10.14. ἀσκαλεῶς· ἄλαν σκληρῶς, ἐπιμόν υς, Hsch. (i. e. ἀσκελέως).
German (Pape)
Spanish (DGE)
-ον agr. no escardado Sch.Theoc.10.14a.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσκάλευτος, -ον) σκαλεύω
ο ασκάλιστος
νεοελλ.
(για τη φωτιά) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη φωτιά ασκάλευτη»).