ἀτημέλεια
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
[τ], ἡ, A carelessness, Plu.2.608f, Agath.5.13.
German (Pape)
[Seite 386] ἡ, Sorglosigkeit, Nachlässigkeit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημέλεια: καὶ -ησία, ἡ, ἀνεπιμελησία, ὀλιγωρία, «παραμέλησις», Βυζ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη A.R.3.830
abandono, descuido ἐθείρας ... οἱ ἀτημελίῃ A.R.l.c., ὑπὁ χρόνου καὶ ἀτημελείας ἐπεπτώκει ... οἰκοδομία Agath.5.13.5.