ἀψοφητί
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
or ἀψοφ-ητεί, Adv. of sq., Pl.Tht.144b, D.25.90, Arist.HA 533b32, Men.298, Ph.1.643; A λέξις ὥσπερ ἔλαιον ἀ. ῥέουσα D.H.Dem. 20.
German (Pape)
[Seite 421] geräuschlos, ῥέω Plat. Theaet. 144 b; ποιεῖν Dem. 25, 90; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψοφητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομέν., Πλάτ. Θεαίτ. 144Β, Δημ. 797, 12, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 15.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans bruit.
Étymologie: ἀψόφητος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀψοφητεί D.25.90
sin ruido, silenciosamente οἷον ἐλαίου ῥεῦμα ἀ. Pl.Tht.144b, ἃ ... ἕκαστος ἀ. ποιεῖ D.l.c., ἂν μὲν ἀ. προσπλεύσωσι Arist.HA 533b32. ἄμμον σείεσθαι ἀ. Aen.Tact.18.4, πρόσεισιν οἷον ἀ. θρέμματος ἐπιψαύων Men.Col.Fr.6.1, ταῖς διανοίαις ἀ. μόνος ὁ τῶν ὅλων ἡγεμὼν ἐμπεριπατεῖ Ph.1.643, cf. D.H.Dem.20, Longin.13.1, Charito 1.9.1, Plot.3.8.5, Plot.4.4.40, 3.7.12, 5.8.11, Hsch.
•sigilosamente ὑποδεχομένης με τῆς Κλειοῦς ἀ. Ach.Tat.2.23.3
•imperceptiblemente τὸ λευκαίνεσθαι ἀ. Dam.in Phlb.156.5.
Russian (Dvoretsky)
ἀψοφητί: adv. бесшумно (ῥεῖν Plat.; ποιεῖν Dem.; προσπλεῖν Arst.; ὑπορρεῖν Plut.).