ἐκβιαστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).
Full diacritics: ἐκβῐαστικός | Medium diacritics: ἐκβιαστικός | Low diacritics: εκβιαστικός | Capitals: ΕΚΒΙΑΣΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: ekbiastikós | Transliteration B: ekbiastikos | Transliteration C: ekviastikos | Beta Code: e)kbiastiko/s |
ή, όν, A oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).