ἐμμενετός
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ή, όν, A maintainable, ἀγαθά Stoic.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμενετός: -ή, -όν, εἰς ὃν ἐμμένει τις, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 142.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
permanente τἀγαθά Chrysipp.Stoic.3.22.28
•subst. τὰ ἐ. Chrysipp.Stoic.3.66.29.