ἐπέγερσις
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
εως, ἡ, A being roused, awaking, Hp.Prorrh.1.112, Max.Tyr.16.6.
German (Pape)
[Seite 908] ἡ, das Aufwecken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέγερσις: -εως, ἡ, ἐξέγερσις ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφύπνισις, αἱ ταραχώδεις ἐπεγέρσιες Ἱππ. 76. 22.
Greek Monolingual
ἐπέγερσις, η (Α) επεγείρω
η ενέργεια του επεγείρω, η έγερση από τον ύπνο, το ξύπνημα.