Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
ἐπεγείρω (Α) εγείρω
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ («μηδ' εὕδοντ' ἐπέγειρε», Θέογν.)
2. ξεσηκώνω, διεγείρω («τὸ πάλαι κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», Σοφ.)
3. ανορθώνω, σηκώνω επάνω
4. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) επεγρηγορώς
ξύπνιος, άγρυπνος.