ἐπαναπνέω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A have a double inspiration (cf. ἐπανάκλησις ΙΙ), ἐ. διπλόον Hp.Epid.7.92.
German (Pape)
[Seite 900] (s. πνέω), wieder aufathmen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν μου, ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐπαναπνεῖν, καὶ ἐπανέπνει Ἱππ. 1234D.
Greek Monolingual
ἐπαναπνέω (Α)
έχω διπλή, διακεκομμένη αναπνοή («ἐπανέπνει ἔστι δ' ὅτε διπλόον», Ιπποκρ.).