ἐπιβύστρα
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
ἡ, A stopper, stoppage, ὤτων Luc.Lex.1.
German (Pape)
[Seite 931] ἡ, das Verstopfende, der Pfropfen, Luc. Lexiph. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβύστρα: ἡ, ἡ ἐπιβύουσα, ἀποφράττουσα, ἀπέστω δὲ (ἐκ τῶν ὤτων) ἡ ἐπιβύστρα ἡ κυψελὶς Λουκ. Λεξιφ. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bouchon.
Étymologie: ἐπιβύω.
Greek Monolingual
η (Α ἐπιβύστρα)
βύσμα, βούλωμα
νεοελλ.
η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. της λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβύστρα: ἡ затычка, пробка Luc.