ἐρίσπορος
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ον, A well-sown, αἶα Opp.C.2.119.
German (Pape)
[Seite 1031] αἶα, sehr besäet, Opp. C. 2, 119.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίσπορος: -ον, καλῶς ἐσπαρμένος, αἶα Ὀππ. Κυν. 2. 119. ἐρισταλκής, ές, πλημμελὴς ἀνάγνωσις Kenyon παρὰ Βακχυλίδῃ VII. 7. ὁ Blass ἀνέγνω ὀρθῶς: ἀρισταλκής, ές, ἔχων ἀρίστην, πολεμικωτάτην ἀλκήν.
Greek Monolingual
ἐρίσπορος, -ον (Α)
ο σπαρμένος καλά («ἐρίσπορος αἶα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο ερι- + σπόρος.