ἑλικηδόν

From LSJ
Revision as of 15:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκηδόν Medium diacritics: ἑλικηδόν Low diacritics: ελικηδόν Capitals: ΕΛΙΚΗΔΟΝ
Transliteration A: helikēdón Transliteration B: helikēdon Transliteration C: elikidon Beta Code: e(likhdo/n

English (LSJ)

Adv.    A = ἑλίγδην, spirally, ib.1, Luc.Hist.Conscr.19.    II revolving in a circle, Nonn.D.1.195.

German (Pape)

[Seite 797] spiralförmig gewunden, Theophr., Hippocr. u. a. Sp., Nonn. D. 1, 195.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκηδόν: ἐπίρρ. = ἑλίγδην, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1.

Spanish (DGE)

adv.
1 helicoidalmente, en espiral ἑ. περιείληφε κάτωθεν ἄνω προσάγων la corteza de un árbol, Thphr.HP 3.13.1, Ζεὺς ... νεφέλας ἑ. ἐπὶ στέρνοιο καθάψας Nonn.D.2.366, cf. 3.65.
2 anat. haciendo pliegues o circunvoluciones ἑ. ἐν κόλποις ἐνειλούμενον ... κόλον Hp.Anat.6, cf. Ruf.Anat.41.
3 de serpientes enrollándose, formando espiras δράκοντες ἑ. Luc.Hist.Cons.19, cf. Nonn.D.1.195.

Greek Monolingual

ἑλικηδόν)
επίρρ.
1. ελικοειδώς, σπειροειδώς
2. φρ. «ελικηδόν γραφή» — είδος αρχαίας γραφής (τα γράμματα γράφονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ελικοειδής γραμμή που διαβάζεται από την περιφέρεια προς το κέντρο).