ἠλιθιώδης
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
ες, A like a fool, Philostr.VS2.1.10.
German (Pape)
[Seite 1161] ες, wie ein Thörichter, albern, dumm, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐθιώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἠλίθιος, ἠλιθιώδη καὶ δυσγράμματον καὶ παχὺν τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558.
Greek Monolingual
ἠλιθιώδης, -ες (Α)
όμοιος με ηλίθιο, σαν ηλίθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ογκ-ώδης, τρικυμι-ώδης)].