ἰσόχειλος
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ον,= foreg., A τῇ γῇ Gp. 12.19.4, cf. 13.15.8.
German (Pape)
[Seite 1268] dasselbe; Geopon. κατόρυξον τοὺς κεράμους ἰσοχείλους τῇ γῇ, bis an den Rand in die Erde graben.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόχειλος: -ον, = τῷ προηγ., τινὶ Γεωπ. 12. 19, 4.