ἱράομαι
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
Ion. for ἱεράομαι. ἱρέα, ἱρέη, ἱρεία, ἱρηΐη, A v. ἱέρεια. ἴρερος, v.l. for εἴρερος. ἱρεύς, ἱρεύω, ἱρήϊον, Ion. and Ep. for ἱερ-.
German (Pape)
[Seite 1262] = ἱεράομαι, ion.. wie ἱρεύς, ἱρεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἱράομαι: Ἰων. ἀντὶ ἱεράομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεράω.
Greek Monotonic
ἱράομαι: Ιων. αντί ἱεράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱράομαι: ион. = ἱεράομαι.