ὀδοντοφυΐα

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδοντοφῠΐα Medium diacritics: ὀδοντοφυΐα Low diacritics: οδοντοφυΐα Capitals: ΟΔΟΝΤΟΦΥΪΑ
Transliteration A: odontophyḯa Transliteration B: odontophuia Transliteration C: odontofyia Beta Code: o)dontofui/+a

English (LSJ)

Ion. ὀδοντοφυ-ΐη, ἡ, A teething, Hp.Dent.6, al., Poll.2.96, Jul.Or.7.206d, Herm.in Phdr.p.161 A., Paul.Aeg.1.9.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, das Zahnen u. der damit verbundene Schmerz, Paul. Aeg., Poll. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντοφυΐα: ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων ἔκφυσις καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ πόνος, Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀδοντοφυΐα, Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) οδοντοφυώ
η έκφυση, το φύτρωμα τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες του νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις
(μσν.-αρχ.)
1. η οδοντοστοιχία
2. κνησμός και πόνος που προκαλείται κατά τη διαδικασία της έκφυσης τών δοντιών.