ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Full diacritics: ὀλισθός | Medium diacritics: ὀλισθός | Low diacritics: ολισθός | Capitals: ΟΛΙΣΘΟΣ |
Transliteration A: olisthós | Transliteration B: olisthos | Transliteration C: olisthos | Beta Code: o)lisqo/s |
A v. ὀλίσθανος.
ὀλισθός, -όν (Α)
ολισθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλισθος με καταβιβασμό του τόνου στη λήγουσα].