ὄλισθος
English (LSJ)
ὁ,
A slipperiness, Hp.Acut.58, Plb.15.14.2, etc.; ὄλισθον ἔχειν, of ground, etc., to be slippery, Luc.Merc.Cond.42, cf. Anach.2, Praxagorasap. Gal.18(1).7.
2 = ὀλίσθημα, Apollod.Poliorc.150.2: metaph., ὄλισθος γλώσσης Plu.2.510a, cf. Max. Tyr.37.4.
3 metaph., snare, μεθύουσι ὀ. οἶνος Poet. ap. Clem.Al.Paed.2.2.28.
II an unknown fish with a slippery skin, Opp.H.1.113.
German (Pape)
[Seite 323] ὁ, Schlüpfrigkeit, Glätte, wo man leicht ausgleiten u. fallen kann, dah. concret = eine schlüpfrige, glatte Stelle; ἄνοδος ὄλισθον ἔχουσα, Luc. merc. cond. 42; ὀλίσθῳ περιπεσὼν λείας ὁδοῦ, Tragodop. 658; ὀλίσθου γενομένου, Ath. X, 438 f. – Auch ein sonst unbekannter, schlüpfriger Fisch hieß so.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
endroit glissant.
Étymologie: cf. ὀλισθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὄλισθος: ὁ скользкость: ὄλισθον ἔχειν Luc. быть скользким; ὁ τῆς γλώττης ὄ. Plut. невоздержность на язык, болтливость.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλισθος: ὁ, (ὀλισθαίνω) τὸ ὀλισθηρόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Πολύβ. 15. 14, 2, κτλ.· ὄλισθον ἔχουσα, ἔχουσα ὀλισθηρὸν ἔδαφος, Λουκ. π. τῶν Μισθ. Συνόντ. 42, πρβλ. Ἀνάχ. 2.
2) = ὀλίσθημα, Λουκ. Τραγῳδοπ. 228· μεταφορ., παγίς, μεθύουσιν ὀλ. οἶνος, Ποιητὴς παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 183, πρβλ. 184. ΙΙ. ἰχθύς τις ἔχων δέρμα ἀλεπίδωτον καὶ λεῖον, τοῦτον δ’ ὁ σχολιαστὴς γλανεόν φησιν ἰδιωτικῶς ὀνομάζεσθαι, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 210, Ὀππ. Ἁλ. 1. 113.
Greek Monotonic
ὄλισθος: ὁ,
1. ολισθηρότητα, σε Λουκ.
2. γλίστρημα, σφάλμα, ολίσθημα, στον ίδ.
Middle Liddell
ὄλισθος, ὁ,
1. slipperiness, Luc.
2. = a slip, Luc.