ὀχλητικός

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλητικός Medium diacritics: ὀχλητικός Low diacritics: οχλητικός Capitals: ΟΧΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ochlētikós Transliteration B: ochlētikos Transliteration C: ochlitikos Beta Code: o)xlhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = ὀχλικός, Procl.Par.Ptol.p.218.

German (Pape)

[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, καὶ πολιτικὰ πράγματα, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλητικός: -ή, -όν, = ἐνοχλητικός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 3. 18.

Greek Monolingual

ὀχλητικός, -ή, -όν (Α)
οχλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλῶ μέσω αμάρτυρου ὀχλητός που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -όχλητος (πρβλ. α-όχλητος, ανεν-όχλητος)].