ὑποσκευάζω
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
A repair, dub. l. in PTeb.5.74 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκευάζω: παρασκευάζω ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἤδη διὰ βάθους ἐν ταῖς ῥίζαις ὑποσκευασθέντος τοῦ σπέρματος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 1063D.
Greek Monolingual
Α
παρασκευάζω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατα-σκευάζω.