ὠβά
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
ἡ, in Laconia, a local division of the Spartan people, IG5 (1).26.11 (ii/i B. C.), 27.18; οἱ νικάσαντες τὰς ὠβάς ib.675, al.; ὠ. Λιμναέων ib.688; A ὠβὰς ὠβάξαι Plu.Lyc.6:—cf. οὐαί· φυλαί, Hsch. (οὐᾷ (dat.) shd. perh. be read in an Inscr. from Orcistus, cf. JHS 57.247 (iii A. D.)) (prob. Cypr. or Thess.); ὤας· τὰς κώμας, Hsch. (β represents the digamma, cf. ὠγή· κώμη, Id.)
Greek (Liddell-Scott)
ὠβά: ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, ὑποδιαίρεσις τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ κώμη παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, ὅθεν ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. δίγαμμα IV, Curt. σ. 535 (573).)
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
dor. p. ὠβή.
Greek Monotonic
ὠβά: ἡ, στη Λακωνία, διαίρεση των σπαρτιατικών φυλών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὠβά: (ᾱ) ἡ дор. = ὠβή.
Middle Liddell
ὠβά, ἡ,
in Laconia, a subdivision of the Spartan φυλαί (clans), Plut.
Frisk Etymology German
ὠβά: {ōbá}
See also: s. 2. οἴη.
Page 2,1144