ῥάντισμα
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ατος, τό, name of a skin affection, A περὶ τὰς ὄψεις Vett.Val.110.17.
German (Pape)
[Seite 834] τό, das Besprengte; auch = Folgdm.
Greek Monolingual
το / ῥάντισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ῥαντίζω
το να ραντίζει κανείς πρόσωπα, χώρο ή αντικείμενα με νερό ή με άλλο υγρό ή με μύρο
αρχ.
ονομασία δερματικής νόσου.