εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Full diacritics: ὠλίσθησα | Medium diacritics: ὠλίσθησα | Low diacritics: ωλίσθησα | Capitals: ΩΛΙΣΘΗΣΑ |
Transliteration A: ōlísthēsa | Transliteration B: ōlisthēsa | Transliteration C: olisthisa | Beta Code: w)li/sqhsa |
ὤλισθον, A v. ὀλισθάνω.
ὠλίσθησα: ὤλισθον, ἴδε ἐν λ. ὀλισθαίνω.
v. ὀλισθάνω.
ὠλίσθησα: ὤλισθον, αόρ. αʹ και βʹ του ὀλισθαίνω.
ὠλίσθησα: aor. 1 к ὀλισθάνω.