Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκατασκεύαστος

From LSJ
Revision as of 16:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατασκεύαστος Medium diacritics: ἀκατασκεύαστος Low diacritics: ακατασκεύαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akataskeúastos Transliteration B: akataskeuastos Transliteration C: akataskeyastos Beta Code: a)kataskeu/astos

English (LSJ)

ον, A not properly prepared, φάρμακον Thphr.HP9.16.6; unwrought, unformed, γῆ LXX Ge.1.2; ἡ ἀ. chaos, 1Enoch 21.1; unpolished, unartificial, ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ. Ps.-Plu.Vit.Hom.218. Adv. -τως D.H.Is.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασκεύαστος: -ον, = ἀκατέργαστος, τραχύς, οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ αὐτόθι Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218.

Spanish (DGE)

-ον
I no equipado, sin armarde un barco, Chrys.M.62.131.
II 1mal preparado φάρμακον Thphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico γῆ LXX Ge.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1Apoc.19.
3 no fabricado σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente ἁπλῶς καὶ ἀ. D.H.Is.15.2
sin prueba Origenes Cels.4.58.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) κατασκευάζω
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος
αρχ.
1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία
«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)
2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος
«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)
4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).