αἰολόστομος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ον, A shifting in speech, of an oracle, A.Pr.661.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόστομος: -ον, ὁ ποικίλα καὶ ἀβέβαια σημαίνων, ἐπὶ χρησμῶν, δυσκρίτως εἰρημένων, Αἰσχύλ. Πρ. 661.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la parole équivoque.
Étymologie: αἰόλος, στόμα.
Spanish (DGE)
-ον ambiguo, contradictorio χρησμοί A.Pr.661.
Greek Monotonic
αἰολόστομος: -ον (στόμα), μεταβλητός στη σημασία, αυτός που έχει αβέβαιη σημασία, λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰολόστομος: многозначный, двусмысленный (χρησμός Aesch.).
Middle Liddell
στόμα
shifting in speech, of an oracle, Aesch.