βαλανηρός
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
ά, όν, (βάλανος) of the acorn type, Thphr.HP1.11.3.
German (Pape)
[Seite 428] zur Eichelgattung gehörig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνηρός: -ά, -όν, (βάλανος) ἐκ τοῦ εἴδους τῶν βαλάνων, κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ καρυηρός, σταχυηρός, κτλ., Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 11. 3.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
del género del glande o bellota αὐτὰ δὲ τὰ σπέρματα τῶν μὲν εὐθὺ σαρκώδη, καθάπερ ὅσα καρυηρὰ καὶ βαλανηρά Thphr.HP 1.11.3, καρπὸν δὲ φέρει βαλανηρὸν ὅμοιον τῇ ἀρίᾳ Thphr.HP 3.17.1.