δεινοκάθεκτος

From LSJ
Revision as of 09:40, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινοκάθεκτος Medium diacritics: δεινοκάθεκτος Low diacritics: δεινοκάθεκτος Capitals: ΔΕΙΝΟΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: deinokáthektos Transliteration B: deinokathektos Transliteration C: deinokathektos Beta Code: deinoka/qektos

English (LSJ)

ον, A hard to be repressed, Orph.H.10.6.

German (Pape)

[Seite 538] schwer zusammenzuhalten, Orph. H. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

δεινοκάθεκτος: ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, δυσκάθεκτος, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
difícil de reprimir, incontenible Φύσις Orph.H.10.6.

Greek Monolingual

δεινοκάθεκτος, ο (Α)
εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος].