Λυκίηνδε
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
French (Bailly abrégé)
adv.
en Lycie avec mouv.
Étymologie: Λυκία, -δε.
Greek Monolingual
Λυκίηνδε (Α)
επίρρ. προς τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κρήτην-δε)].
Russian (Dvoretsky)
Λῠκίηνδε: adv. в Ликию Hom.
Middle Liddell
to Lycia, Il.
German (Pape)
nach Lykien, Il. 6.171.