ήνις

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

ἤνις, -ιος, ἡ (Α)
(επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος-πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι-αυτός. Το -ι- της λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή βραχύ, γιατί μαρτυρούνται οι γραφές ἤνῖς και ἦνĭς. Ενδέχεται επίσης να προέρχεται κατ' απόσπαση από τη φράση βοῦν νῆνιν, όπου το νῆνιν είναι προϊόν συναιρέσεως από το νεῆνις «νέα»].