ἐπιπόρπαμα
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
Doric for ἐπιπόρπημα.
German (Pape)
[Seite 972] τό, das Überkleid, das mit Spangen über den Schultern befestigt ist, Plut. Alex. 32; nach B. A. 254 auch ein Schmuck daran; Schol. Plat. Rep. IV, 167 ἐπὶ τῇ πόρπῃ προσκόσμημα. – Bei Plat. com. in Poll. 10, 52 ἡ τῶν κιθαρῳδῶν ἐφαπτίς. Vgl. ἐπιπόρπημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dor. c. ἐπιπόρπημα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόρπᾱμα: дор. = ἐπιπόρπημα.